- σαμαγόρειος
- σαμαγόρειος οἶνος, ὁ, a kind of wine, Arist.Fr.109.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμαγόρειος — ὁ, Α (ενν. οἶνος) είδος πολύ δυνατού κρασιού … Dictionary of Greek
σαμαγόρειον — σαμαγόρειος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)